- ανισογώνιος
- -α, -οεκείνος που δεν είναι ισογώνιος: Το τρίγωνο αυτό είναι ανισογώνιο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανισογώνιος — α, ο (Α ἀνισογώνιος, ον) (για γεωμετρικά σχήματα) αυτός που έχει άνισες γωνίες … Dictionary of Greek
ἀνισογώνιοι — ἀνισογώνιος having unequal angles masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνισος — η, ο (AM ἄνισος, ον) 1. αυτός που δεν είναι ίσος με κάποιον άλλο 2. μτφ. άδικος, μεροληπτικός νεοελλ. ακανόνιστος, ασύμμετρος μσν. ανόμοιος, διαφορετικός αρχ. φρ. 1. «άνισος πολιτεία» η ολιγαρχία 2. οἱ ἄνισοι οι ολιγαρχικοί 3. τὸ ἄνισον η… … Dictionary of Greek